- οστρακόδερμο
- kabuklu
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
αβγό — (γράφεται και αυγό). Ο τύπος α. προέρχεται από το μεσαιωνικό αβγόν και αυτό από το αρχαίο ωόν.Ο Γ. Χατζηδάκις αναφέρει σχετικά με τις φωνητικές εξελίξεις του νεότερου από το αρχαίο, τα εξής: από τον πληθυντικό του αρχαίου τα ωά προκύπτει ο τύπος… … Dictionary of Greek
γαϊδουροπόδαρο — και γαϊδουρόποδο, το 1. το πόδι του γαΐδουριού 2. θαλάσσιο οστρακόδερμο που μοιάζει με οπλή γαϊδάρου … Dictionary of Greek
δόναξ — ( ακος), ο (AM δόναξ Α και δοῡναξ και δῶναξ) 1. καλάμι, βλαστός, στέλεχος φυτού, κοτσάνι 2. οστρακόδερμο με οδοντωτά εσωτερικά χείλη νεοελλ. κόσμημα τών ραβδώσεων τών κιόνων και των παραστάδων σε σχήμα ημικυκλικής ράβδου αρχ. 1. κρεβάτι από… … Dictionary of Greek
κάραβος — Γένος εντόμων της μεγάλης οικογένειας των καραβιδών, της τάξης των κολεοπτέρων. Η οικογένεια αυτή είναι τόσο πλούσια σε είδη (πάνω από 20.000) ώστε μερικοί ζωολόγοι τη χωρίζουν σε διάφορες οικογένειες, που υποδιαιρούνται αντίστοιχα σε… … Dictionary of Greek
καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· … Dictionary of Greek
κηρυκώδης — κηρυκώδης, ῶδες (Α) όμοιος με το οστρακόδερμο κήρυξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κήρυξ (ονομασία οστρακόδερμου)] … Dictionary of Greek
κτεις — ο (AM κτείς, ενός) θαλάσσιο οστρακόδερμο, το χτένι («ἂν δ οἷον οἱ κτένες κρεῶδες ἔχωσι τὸ πρὸς τῷ μυκτῆρι», Αριστοτ.) αρχ. 1. όργανο με το οποίο διευθετούνται, ευτρεπίζονται τα μαλλιά, χτένι 2. εξάρτημα τού αργαλειού από το οποίο διέρχονται οι… … Dictionary of Greek
κόχλος — (I) ο (AM κόχλος) 1. θαλάσσιο οστρακόδερμο με κοχλιοειδές όστρακο το οποίο χρησιμοποιούνταν για παρασκευή τής πορφύρας (α. «τὰ ὀστρακόδερμα τῶν ζῴων, οἷον οἵ τε κοχλίαι καὶ οἱ κόχλοι,... ὁμοίως ἔχει τοῑς μαλακοστράκοις», Αριστοτ. β. «κόχλους δὲ… … Dictionary of Greek
ολοπίναρος — ολοπίναρος, ον (Α) αυτός που αποτελείται εξ ολοκλήρου από μαργαριτάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + πίνη / πῖνα «μαργαριτοφόρο οστρακόδερμο»] … Dictionary of Greek
οστράκιο(ν) — το (Α ὀστράκιον) [όστρακον] νεοελλ. ζωολ. γένος πλεκτόγναθων ιχθύων τής οικογένειας ostraciontidae, τών οποίων το σώμα καλύπτεται από ένα σκληρό περίβλημα που αφήνει ελεύθερα μόνον τα μάτια, το στόμα και τα πτερύγια αρχ. 1. υποκορ. μικρό όστρακο… … Dictionary of Greek
οστόδερμον — ὀστόδερμον, τὸ (Μ) (εσφ. γρφ.) το οστρακόδερμο … Dictionary of Greek